Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρατίλλω
παράτολμος
παράτονος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παρατρίβω
παρατροπέω
παρατροπή
παράτροπος
παρατροχάζω
παρατρώγω
παρατρωπάω
παρατυγχάνω
παραυγάζω
παραυδάω
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυτα
παραυτίκα
View word page
παράτροπος
παράτροπος παράτροπος, ον, turned aside, lawless, strange, unusual, Plut. act. averting a thing, c. gen., Eur.
ShortDef
turned aside, lawless, strange, unusual
Debugging
Headword:
παράτροπος
Headword (normalized):
παράτροπος
Headword (normalized/stripped):
παρατροπος
IDX:
24880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24908
Key:
para/tropos
Data
{'content': 'παράτροπος\n παράτροπος, ον,\n turned aside, lawless, strange, unusual, Plut.\n act. averting a thing, c. gen., Eur.', 'key': 'para/tropos'}