Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρατίθημι
παρατίλλω
παράτολμος
παράτονος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παρατρίβω
παρατροπέω
παρατροπή
παράτροπος
παρατροχάζω
παρατρώγω
παρατρωπάω
παρατυγχάνω
παραυγάζω
παραυδάω
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυτα
View word page
παρατροπή
παρατροπή παρατροπή, ἡ, a turning away, means of averting, θανάτου Eur. intr. a digression, Luc.

ShortDef

a turning away, means of averting

Debugging

Headword:
παρατροπή
Headword (normalized):
παρατροπή
Headword (normalized/stripped):
παρατροπη
IDX:
24879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24907
Key:
paratroph/

Data

{'content': 'παρατροπή\n παρατροπή, ἡ,\n a turning away, means of averting, θανάτου Eur.\n intr. a digression, Luc.', 'key': 'paratroph/'}