Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατεταγμένως
παρατηρέω
παρατήρησις
παρατίθημι
παρατίλλω
παράτολμος
παράτονος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παρατρίβω
παρατροπέω
παρατροπή
παράτροπος
παρατροχάζω
παρατρώγω
παρατρωπάω
παρατυγχάνω
View word page
παρατρέφω
παρατρέφω fut. -θρέψω to feed beside another:—Pass., of men not worth their keep, to feed at anotherʼs expense, Dem.

ShortDef

to feed beside

Debugging

Headword:
παρατρέφω
Headword (normalized):
παρατρέφω
Headword (normalized/stripped):
παρατρεφω
IDX:
24874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24902
Key:
paratre/fw

Data

{'content': 'παρατρέφω\n fut. -θρέψω\n to feed beside another:—Pass., of men not worth their keep, to feed at anotherʼs expense, Dem.', 'key': 'paratre/fw'}