Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγοράζω
ἀγοραῖος
ἀγορανομικός
ἀγορανόμος
ἀγοράομαι
ἀγορά
ἀγορασἀγένειος
ἀγόρασμα
ἀγοραστής
ἀγορεύω
ἀγορῆθεν
ἀγορήνδε
ἀγορητής
ἀγορητύς
ἀγορῆφι
ἀγός
ἄγος
ἀγοστός
ἀγράμματος
ἄγραπτος
ἄγρα
View word page
ἀγορῆθεν
ἀγορῆθεν from the Assembly or market, Il., etc.

ShortDef

from the Assembly

Debugging

Headword:
ἀγορῆθεν
Headword (normalized):
ἀγορῆθεν
Headword (normalized/stripped):
αγορηθεν
IDX:
249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n249
Key:
a)gorh=qen

Data

{'content': 'ἀγορῆθεν\n from the Assembly or market, Il., etc.', 'key': 'a)gorh=qen'}