Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παράταξις
παρατάσσω
παρατείνω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατεταγμένως
παρατηρέω
παρατήρησις
παρατίθημι
παρατίλλω
παράτολμος
παράτονος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παρατρίβω
παρατροπέω
παρατροπή
παράτροπος
παρατροχάζω
View word page
παράτολμος
παράτολμος παρά-τολμος, ον, foolhardy, Plut.
ShortDef
foolhardy
Debugging
Headword:
παράτολμος
Headword (normalized):
παράτολμος
Headword (normalized/stripped):
παρατολμος
IDX:
24871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24899
Key:
para/tolmos
Data
{'content': 'παράτολμος\n παρά-τολμος, ον,\n foolhardy, Plut.', 'key': 'para/tolmos'}