Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρασχίζω
παράταξις
παρατάσσω
παρατείνω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατεταγμένως
παρατηρέω
παρατήρησις
παρατίθημι
παρατίλλω
παράτολμος
παράτονος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παρατρίβω
παρατροπέω
παρατροπή
παράτροπος
View word page
παρατίλλω
παρατίλλω fut. -τιλῶ to pluck the hair off, Ar.:— Mid. to pluck out oneʼs hairs, Ar.: perf. pass. part. παρατετιλμένος, η, clean-plucked, Ar.
ShortDef
to pluck the hair off
Debugging
Headword:
παρατίλλω
Headword (normalized):
παρατίλλω
Headword (normalized/stripped):
παρατιλλω
IDX:
24870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24898
Key:
parati/llw
Data
{'content': 'παρατίλλω\n fut. -τιλῶ\n to pluck the hair off, Ar.:— Mid. to pluck out oneʼs hairs, Ar.: perf. pass. part. παρατετιλμένος, η, clean-plucked, Ar.', 'key': 'parati/llw'}