Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρασυλλέγομαι
παρασύρω
παρασφάλλω
παρασχίζω
παράταξις
παρατάσσω
παρατείνω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατεταγμένως
παρατηρέω
παρατήρησις
παρατίθημι
παρατίλλω
παράτολμος
παράτονος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παρατρίβω
View word page
παρατηρέω
παρατηρέω fut. ήσω to watch closely, observe narrowly, to watch oneʼs opportunity, Xen.:—so in Mid., NTest. to take care, ὅπως μὴ . . Dem.
ShortDef
to watch closely, observe narrowly, to watch one's opportunity
Debugging
Headword:
παρατηρέω
Headword (normalized):
παρατηρέω
Headword (normalized/stripped):
παρατηρεω
IDX:
24867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24895
Key:
parathre/w
Data
{'content': 'παρατηρέω\n fut. ήσω\n to watch closely, observe narrowly, to watch oneʼs opportunity, Xen.:—so in Mid., NTest.\n to take care, ὅπως μὴ . . Dem.', 'key': 'parathre/w'}