Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρασυγγραφέω
παρασυλλέγομαι
παρασύρω
παρασφάλλω
παρασχίζω
παράταξις
παρατάσσω
παρατείνω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατεταγμένως
παρατηρέω
παρατήρησις
παρατίθημι
παρατίλλω
παράτολμος
παράτονος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
View word page
παρατεταγμένως
παρατεταγμένως adverb from part. perf. pass. of παρατάσσω as in battle-array, steadily, Plat.

ShortDef

as in battle-array, steadily

Debugging

Headword:
παρατεταγμένως
Headword (normalized):
παρατεταγμένως
Headword (normalized/stripped):
παρατεταγμενως
IDX:
24866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24894
Key:
paratetagme/nws

Data

{'content': 'παρατεταγμένως\n adverb from part. perf. pass. of παρατάσσω\n as in battle-array, steadily, Plat.', 'key': 'paratetagme/nws'}