Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραστρέφω
παρασυγγραφέω
παρασυλλέγομαι
παρασύρω
παρασφάλλω
παρασχίζω
παράταξις
παρατάσσω
παρατείνω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατεταγμένως
παρατηρέω
παρατήρησις
παρατίθημι
παρατίλλω
παράτολμος
παράτονος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
View word page
παρατεκταίνομαι
παρατεκταίνομαι Epic aor1 -ετεκτηνάμην Mid.:—of timber, to work into another form; then, generally, to transform, alter, οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο not even Zeus could make it any way else, Il.; αἶψά κε ἔπος παρατεκτήναιο soon couldst thou dress up some other tale, Od. Act. to build besides, Plut.

ShortDef

to work into another form

Debugging

Headword:
παρατεκταίνομαι
Headword (normalized):
παρατεκταίνομαι
Headword (normalized/stripped):
παρατεκταινομαι
IDX:
24865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24893
Key:
paratektai/nomai

Data

{'content': 'παρατεκταίνομαι\n Epic aor1 -ετεκτηνάμην\n Mid.:—of timber, to work into another form; then, generally, to transform, alter, οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο not even Zeus could make it any way else, Il.; αἶψά κε ἔπος παρατεκτήναιο soon couldst thou dress up some other tale, Od.\n Act. to build besides, Plut.', 'key': 'paratektai/nomai'}