Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραστάτις
παραστείχω
παραστορέννυμι
παραστρατηγέω
παραστρατοπεδεύω
παραστρέφω
παρασυγγραφέω
παρασυλλέγομαι
παρασύρω
παρασφάλλω
παρασχίζω
παράταξις
παρατάσσω
παρατείνω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατεταγμένως
παρατηρέω
παρατήρησις
παρατίθημι
παρατίλλω
View word page
παρασχίζω
παρασχίζω fut. σω to rip up lengthwise, slit up, Hdt.
ShortDef
to rip up lengthwise, slit up
Debugging
Headword:
παρασχίζω
Headword (normalized):
παρασχίζω
Headword (normalized/stripped):
παρασχιζω
IDX:
24860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24888
Key:
parasxi/zw
Data
{'content': 'παρασχίζω\n fut. σω\n to rip up lengthwise, slit up, Hdt.', 'key': 'parasxi/zw'}