Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραστάτης
παραστατικός
παραστάτις
παραστείχω
παραστορέννυμι
παραστρατηγέω
παραστρατοπεδεύω
παραστρέφω
παρασυγγραφέω
παρασυλλέγομαι
παρασύρω
παρασφάλλω
παρασχίζω
παράταξις
παρατάσσω
παρατείνω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατεταγμένως
παρατηρέω
παρατήρησις
View word page
παρασύρω
παρασύρω fut. -συρῶ to sweep away, carry away, of a rapid stream, Ar. π. ἔπος to drag a word in, use it out of time and place, Aesch.
ShortDef
to sweep away, carry away
Debugging
Headword:
παρασύρω
Headword (normalized):
παρασύρω
Headword (normalized/stripped):
παρασυρω
IDX:
24858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24886
Key:
parasu/rw
Data
{'content': 'παρασύρω\n fut. -συρῶ\n to sweep away, carry away, of a rapid stream, Ar.\n π. ἔπος to drag a word in, use it out of time and place, Aesch.', 'key': 'parasu/rw'}