Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραστάς
παραστάτης
παραστατικός
παραστάτις
παραστείχω
παραστορέννυμι
παραστρατηγέω
παραστρατοπεδεύω
παραστρέφω
παρασυγγραφέω
παρασυλλέγομαι
παρασύρω
παρασφάλλω
παρασχίζω
παράταξις
παρατάσσω
παρατείνω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατεταγμένως
παρατηρέω
View word page
παρασυλλέγομαι
παρασυλλέγομαι Pass. to assemble with others, Andoc.

ShortDef

to assemble with others

Debugging

Headword:
παρασυλλέγομαι
Headword (normalized):
παρασυλλέγομαι
Headword (normalized/stripped):
παρασυλλεγομαι
IDX:
24857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24885
Key:
parasulle/gomai

Data

{'content': 'παρασυλλέγομαι\n Pass. to assemble with others, Andoc.', 'key': 'parasulle/gomai'}