Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παράστασις
παραστατέω
παραστάς
παραστάτης
παραστατικός
παραστάτις
παραστείχω
παραστορέννυμι
παραστρατηγέω
παραστρατοπεδεύω
παραστρέφω
παρασυγγραφέω
παρασυλλέγομαι
παρασύρω
παρασφάλλω
παρασχίζω
παράταξις
παρατάσσω
παρατείνω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
View word page
παραστρέφω
παραστρέφω fut. ψω to turn aside: metaph., perf. pass. part. παρεστραμμένος, perverted, Arist. π. τὸν τρίβωνα, to wear it crooked, Theophr.
ShortDef
to turn aside
Debugging
Headword:
παραστρέφω
Headword (normalized):
παραστρέφω
Headword (normalized/stripped):
παραστρεφω
IDX:
24855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24883
Key:
parastre/fw
Data
{'content': 'παραστρέφω\n fut. ψω\n to turn aside: metaph., perf. pass. part. παρεστραμμένος, perverted, Arist.\n π. τὸν τρίβωνα, to wear it crooked, Theophr.', 'key': 'parastre/fw'}