Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παράσπονδος
παρασταδόν
παράστασις
παραστατέω
παραστάς
παραστάτης
παραστατικός
παραστάτις
παραστείχω
παραστορέννυμι
παραστρατηγέω
παραστρατοπεδεύω
παραστρέφω
παρασυγγραφέω
παρασυλλέγομαι
παρασύρω
παρασφάλλω
παρασχίζω
View word page
παραστάτις
παραστάτις παραστάτις, ιδος, fem. of παραστάτης a helper, assistant, Soph., Xen.
ShortDef
a helper, assistant
Debugging
Headword:
παραστάτις
Headword (normalized):
παραστάτις
Headword (normalized/stripped):
παραστατις
IDX:
24850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24878
Key:
parasta/tis
Data
{'content': 'παραστάτις\n παραστάτις, ιδος,\n fem. of παραστάτης\n a helper, assistant, Soph., Xen.', 'key': 'parasta/tis'}