Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρασοφίζομαι
παρασπάω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παράσπονδος
παρασταδόν
παράστασις
παραστατέω
παραστάς
παραστάτης
παραστατικός
παραστάτις
παραστείχω
παραστορέννυμι
παραστρατηγέω
παραστρατοπεδεύω
παραστρέφω
παρασυγγραφέω
View word page
παραστατέω
παραστατέω fut. ήσω to stand by or near, Trag. to stand by, to support, succour, τινί Aesch., Soph.

ShortDef

to stand by

Debugging

Headword:
παραστατέω
Headword (normalized):
παραστατέω
Headword (normalized/stripped):
παραστατεω
IDX:
24846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24874
Key:
parastate/w

Data

{'content': 'παραστατέω\n fut. ήσω\n to stand by or near, Trag.\n to stand by, to support, succour, τινί Aesch., Soph.', 'key': 'parastate/w'}