Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασπάω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παράσπονδος
παρασταδόν
παράστασις
παραστατέω
παραστάς
παραστάτης
παραστατικός
παραστάτις
παραστείχω
παραστορέννυμι
View word page
παρασπόνδησις
παρασπόνδησις παρασπόνδησις, εως, a breaking of faith, Polyb. from παράσπονδος
ShortDef
a breaking of faith
Debugging
Headword:
παρασπόνδησις
Headword (normalized):
παρασπόνδησις
Headword (normalized/stripped):
παρασπονδησις
IDX:
24842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24870
Key:
paraspo/ndhsis
Data
{'content': 'παρασπόνδησις\n παρασπόνδησις, εως,\n a breaking of faith, Polyb.\n from παράσπονδος', 'key': 'paraspo/ndhsis'}