Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρασκήπτω
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασπάω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παράσπονδος
παρασταδόν
παράστασις
παραστατέω
παραστάς
παραστάτης
παραστατικός
παραστάτις
παραστείχω
View word page
παρασπόνδημα
παρασπόνδημα παρασπόνδημα, ατος, τό, from παράσπονδος a breach of faith, Polyb.
ShortDef
a breach of faith
Debugging
Headword:
παρασπόνδημα
Headword (normalized):
παρασπόνδημα
Headword (normalized/stripped):
παρασπονδημα
IDX:
24841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24869
Key:
paraspo/ndhma
Data
{'content': 'παρασπόνδημα\n παρασπόνδημα, ατος, τό,\n from παράσπονδος\n a breach of faith, Polyb.', 'key': 'paraspo/ndhma'}