Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασπάω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παράσπονδος
παρασταδόν
παράστασις
παραστατέω
παραστάς
παραστάτης
παραστατικός
View word page
παρασπιστής
παρασπιστής from παρασπίζω παρ-ασπιστής, οῦ, ὁ, a companion in arms, Eur.

ShortDef

a companion in arms

Debugging

Headword:
παρασπιστής
Headword (normalized):
παρασπιστής
Headword (normalized/stripped):
παρασπιστης
IDX:
24839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24867
Key:
paraspisth/s

Data

{'content': 'παρασπιστής\n from παρασπίζω\n παρ-ασπιστής, οῦ, ὁ,\n a companion in arms, Eur.', 'key': 'paraspisth/s'}