Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασπάω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παράσπονδος
παρασταδόν
παράστασις
παραστατέω
παραστάς
παραστάτης
View word page
παρασπίζω
παρασπίζω fut. σω to bear a shield beside, i. e. to fight beside, stand by, Eur.:—metaph., τόξα παρασπίζοντʼ ἐμοῖς βραχίοσι Eur.
ShortDef
to bear a shield beside
Debugging
Headword:
παρασπίζω
Headword (normalized):
παρασπίζω
Headword (normalized/stripped):
παρασπιζω
IDX:
24838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24866
Key:
paraspi/zw
Data
{'content': 'παρασπίζω\n fut. σω\n to bear a shield beside, i. e. to fight beside, stand by, Eur.:—metaph., τόξα παρασπίζοντʼ ἐμοῖς βραχίοσι Eur.', 'key': 'paraspi/zw'}