Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασπάω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παράσπονδος
παρασταδόν
παράστασις
View word page
παρασοβέω
παρασοβέω fut. ήσω to scare away birds: intr. to stalk haughtily past, Plut.

ShortDef

to scare away

Debugging

Headword:
παρασοβέω
Headword (normalized):
παρασοβέω
Headword (normalized/stripped):
παρασοβεω
IDX:
24835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24863
Key:
parasobe/w

Data

{'content': 'παρασοβέω\n fut. ήσω\n to scare away birds: intr. to stalk haughtily past, Plut.', 'key': 'parasobe/w'}