Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασπάω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παράσπονδος
παρασταδόν
View word page
παρασκώπτω
παρασκώπτω fut. ψω to jeer indirectly, Hhymn.

ShortDef

to jeer indirectly

Debugging

Headword:
παρασκώπτω
Headword (normalized):
παρασκώπτω
Headword (normalized/stripped):
παρασκωπτω
IDX:
24834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24862
Key:
paraskw/ptw

Data

{'content': 'παρασκώπτω\n fut. ψω\n to jeer indirectly, Hhymn.', 'key': 'paraskw/ptw'}