Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρασκευαστέος
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασπάω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παράσπονδος
View word page
παρασκοπέω
παρασκοπέω to give a sidelong glance at, τινά Plat. c. gen. to miss seeing the force of a thing, Aesch.

ShortDef

to give a sidelong glance at

Debugging

Headword:
παρασκοπέω
Headword (normalized):
παρασκοπέω
Headword (normalized/stripped):
παρασκοπεω
IDX:
24833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24861
Key:
paraskope/w

Data

{'content': 'παρασκοπέω\n to give a sidelong glance at, τινά Plat.\n c. gen. to miss seeing the force of a thing, Aesch.', 'key': 'paraskope/w'}