Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρασκεύασμα
παρασκευαστέος
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασπάω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
View word page
παρασκιρτάω
παρασκιρτάω fut. ήσω to leap upon, Plut.

ShortDef

to leap upon

Debugging

Headword:
παρασκιρτάω
Headword (normalized):
παρασκιρτάω
Headword (normalized/stripped):
παρασκιρταω
IDX:
24832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24860
Key:
paraskirta/w

Data

{'content': 'παρασκιρτάω\n fut. ήσω\n to leap upon, Plut.', 'key': 'paraskirta/w'}