Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρασιωπάω
παρασκευάζω
παρασκεύασμα
παρασκευαστέος
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασπάω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπονδέω
View word page
παρασκηνόω
παρασκηνόω fut. ώσω to throw over one like a tent or curtain, Aesch.

ShortDef

to throw over

Debugging

Headword:
παρασκηνόω
Headword (normalized):
παρασκηνόω
Headword (normalized/stripped):
παρασκηνοω
IDX:
24830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24858
Key:
paraskhno/w

Data

{'content': 'παρασκηνόω\n fut. ώσω\n to throw over one like a tent or curtain, Aesch.', 'key': 'paraskhno/w'}