Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρασιτικός
παράσιτος
παρασιωπάω
παρασκευάζω
παρασκεύασμα
παρασκευαστέος
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασπάω
παρασπίζω
View word page
παρασκηνάω
παρασκηνάω or -έω fut. ήσω to pitch oneʼs tent beside or near, Xen.
ShortDef
to pitch one's tent beside
Debugging
Headword:
παρασκηνάω
Headword (normalized):
παρασκηνάω
Headword (normalized/stripped):
παρασκηναω
IDX:
24828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24856
Key:
paraskhna/w
Data
{'content': 'παρασκηνάω\n or -έω\n fut. ήσω\n to pitch oneʼs tent beside or near, Xen.', 'key': 'paraskhna/w'}