Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παράσημος
παρασιγάω
παρασιτέω
παρασιτικός
παράσιτος
παρασιωπάω
παρασκευάζω
παρασκεύασμα
παρασκευαστέος
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασοβέω
View word page
παρασκευαστικός
παρασκευαστικός παρασκευαστικός, ή, όν from παρασκευάζω skilled in providing, τινος Xen.

ShortDef

skilled in providing

Debugging

Headword:
παρασκευαστικός
Headword (normalized):
παρασκευαστικός
Headword (normalized/stripped):
παρασκευαστικος
IDX:
24825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24853
Key:
paraskeuastiko/s

Data

{'content': 'παρασκευαστικός\n παρασκευαστικός, ή, όν\n from παρασκευάζω\n skilled in providing, τινος Xen.', 'key': 'paraskeuastiko/s'}