Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παράσημον
παράσημος
παρασιγάω
παρασιτέω
παρασιτικός
παράσιτος
παρασιωπάω
παρασκευάζω
παρασκεύασμα
παρασκευαστέος
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
View word page
παρασκευαστής
παρασκευαστής παρασκευαστής, οῦ, ὁ, from παρασκευάζω a provider, τινος Plat.
ShortDef
a provider
Debugging
Headword:
παρασκευαστής
Headword (normalized):
παρασκευαστής
Headword (normalized/stripped):
παρασκευαστης
IDX:
24824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24852
Key:
paraskeuasth/s
Data
{'content': 'παρασκευαστής\n παρασκευαστής, οῦ, ὁ,\n from παρασκευάζω\n a provider, τινος Plat.', 'key': 'paraskeuasth/s'}