Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρασημαίνομαι
παράσημον
παράσημος
παρασιγάω
παρασιτέω
παρασιτικός
παράσιτος
παρασιωπάω
παρασκευάζω
παρασκεύασμα
παρασκευαστέος
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
View word page
παρασκευαστέος
παρασκευαστέος παρασκευαστέος, ον, verb. adj. of παρασκευάζω one must prepare or provide, Plat., Xen. (from Pass.) one must prepare oneself, be ready, Plat.

ShortDef

one must prepare

Debugging

Headword:
παρασκευαστέος
Headword (normalized):
παρασκευαστέος
Headword (normalized/stripped):
παρασκευαστεος
IDX:
24823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24851
Key:
paraskeuaste/os

Data

{'content': 'παρασκευαστέος\n παρασκευαστέος, ον,\n verb. adj. of παρασκευάζω\n one must prepare or provide, Plat., Xen.\n (from Pass.) one must prepare oneself, be ready, Plat.', 'key': 'paraskeuaste/os'}