Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρασείω
παρασημαίνομαι
παράσημον
παράσημος
παρασιγάω
παρασιτέω
παρασιτικός
παράσιτος
παρασιωπάω
παρασκευάζω
παρασκεύασμα
παρασκευαστέος
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιρτάω
View word page
παρασκεύασμα
παρασκεύασμα from παρασκευάζω παρασκεύασμα, ατος, τό, anything prepared, apparatus, Xen.
ShortDef
anything prepared, apparatus
Debugging
Headword:
παρασκεύασμα
Headword (normalized):
παρασκεύασμα
Headword (normalized/stripped):
παρασκευασμα
IDX:
24822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24850
Key:
paraskeu/asma
Data
{'content': 'παρασκεύασμα\n from παρασκευάζω\n παρασκεύασμα, ατος, τό,\n anything prepared, apparatus, Xen.', 'key': 'paraskeu/asma'}