παρασιτικός
παρασιτικός
παρασῑτῐκός, ή, όν
of a παράσιτος: ἡ -κή (sc. τέχνη) , the trade of a παράσιτος, toad-eating, Luc.
from παράσῑτος
{
"content": "παρασιτικός\n παρασῑτῐκός, ή, όν\n of a παράσιτος: ἡ -κή (sc. τέχνη) , the trade of a παράσιτος, toad-eating, Luc.\n from παράσῑτος",
"key": "parasitiko/s"
}