Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρασάγγης
παρασάττω
παράσειον
παράσειρος
παρασείω
παρασημαίνομαι
παράσημον
παράσημος
παρασιγάω
παρασιτέω
παρασιτικός
παράσιτος
παρασιωπάω
παρασκευάζω
παρασκεύασμα
παρασκευαστέος
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνάω
View word page
παρασιτικός
παρασιτικός παρασῑτῐκός, ή, όν of a παράσιτος: ἡ -κή (sc. τέχνη) , the trade of a παράσιτος, toad-eating, Luc. from παράσῑτος
ShortDef
of a παράσιτος
Debugging
Headword:
παρασιτικός
Headword (normalized):
παρασιτικός
Headword (normalized/stripped):
παρασιτικος
IDX:
24818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24846
Key:
parasitiko/s
Data
{'content': 'παρασιτικός\n παρασῑτῐκός, ή, όν\n of a παράσιτος: ἡ -κή (sc. τέχνη) , the trade of a παράσιτος, toad-eating, Luc.\n from παράσῑτος', 'key': 'parasitiko/s'}