Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραρτάω
παραρτέομαι
παραρτύω
παρασάγγης
παρασάττω
παράσειον
παράσειρος
παρασείω
παρασημαίνομαι
παράσημον
παράσημος
παρασιγάω
παρασιτέω
παρασιτικός
παράσιτος
παρασιωπάω
παρασκευάζω
παρασκεύασμα
παρασκευαστέος
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
View word page
παράσημος
παράσημος παρά-σημος, ον, σῆμα marked amiss, falsely struck, counterfeit, of coin, Dem.; metaph. of men, Ar.; so, π. δόξα Eur.; παράσημος αἴνῳ falsely stamped with praise, i. e. praised by a wrong standard, Aesch. of words, false, incorrect, Anth. noted, Plut.

ShortDef

falsely stamped

Debugging

Headword:
παράσημος
Headword (normalized):
παράσημος
Headword (normalized/stripped):
παρασημος
IDX:
24815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24843
Key:
para/shmos

Data

{'content': 'παράσημος\n παρά-σημος, ον,\n σῆμα\n marked amiss, falsely struck, counterfeit, of coin, Dem.; metaph. of men, Ar.; so, π. δόξα Eur.; παράσημος αἴνῳ falsely stamped with praise, i. e. praised by a wrong standard, Aesch.\n of words, false, incorrect, Anth.\n noted, Plut.', 'key': 'para/shmos'}