Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραρρητός
παραρρίπτω
παράρρυμα
παραρτάω
παραρτέομαι
παραρτύω
παρασάγγης
παρασάττω
παράσειον
παράσειρος
παρασείω
παρασημαίνομαι
παράσημον
παράσημος
παρασιγάω
παρασιτέω
παρασιτικός
παράσιτος
παρασιωπάω
παρασκευάζω
παρασκεύασμα
View word page
παρασείω
παρασείω fut. σω to shake at the side, π. τὰς χεῖρας to swing oneʼs arms in running; then (without χεῖρας) φεύγειν παρασείσας, like demissis manibus fugere, i. e. celerrime, Arist.

ShortDef

to shake at the side

Debugging

Headword:
παρασείω
Headword (normalized):
παρασείω
Headword (normalized/stripped):
παρασειω
IDX:
24812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24840
Key:
parasei/w

Data

{'content': 'παρασείω\n fut. σω\n to shake at the side, π. τὰς χεῖρας to swing oneʼs arms in running; then (without χεῖρας) φεύγειν παρασείσας, like demissis manibus fugere, i. e. celerrime, Arist.', 'key': 'parasei/w'}