Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραρρήγνυμι
παραρρητός
παραρρίπτω
παράρρυμα
παραρτάω
παραρτέομαι
παραρτύω
παρασάγγης
παρασάττω
παράσειον
παράσειρος
παρασείω
παρασημαίνομαι
παράσημον
παράσημος
παρασιγάω
παρασιτέω
παρασιτικός
παράσιτος
παρασιωπάω
παρασκευάζω
View word page
παράσειρος
παράσειρος παρά-σειρος, ον, σειρά fastened alongside, π. ἵππος a horse harnessed alongside of the regular pair, an outrigger:—metaph. a yoke-fellow, true associate, Eur.

ShortDef

fastened alongside

Debugging

Headword:
παράσειρος
Headword (normalized):
παράσειρος
Headword (normalized/stripped):
παρασειρος
IDX:
24811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24839
Key:
para/seiros

Data

{'content': 'παράσειρος\n παρά-σειρος, ον,\n σειρά\n fastened alongside, π. ἵππος a horse harnessed alongside of the regular pair, an outrigger:—metaph. a yoke-fellow, true associate, Eur.', 'key': 'para/seiros'}