Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραπύθια
πάραρος
παραρπάζω
παραρράπτομαι
παραρρέω
παραρρήγνυμι
παραρρητός
παραρρίπτω
παράρρυμα
παραρτάω
παραρτέομαι
παραρτύω
παρασάγγης
παρασάττω
παράσειον
παράσειρος
παρασείω
παρασημαίνομαι
παράσημον
παράσημος
παρασιγάω
View word page
παραρτέομαι
παραρτέομαι Ionic Verb cf. ἀρτέομαι Mid.: trans. to fit out for oneself, παραρτέετο στρατιήν was engaged in preparing his army, Hdt. in pass. sense, to hold oneself in readiness, Hdt.

ShortDef

to fit out for oneself

Debugging

Headword:
παραρτέομαι
Headword (normalized):
παραρτέομαι
Headword (normalized/stripped):
παραρτεομαι
IDX:
24806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24834
Key:
pararte/omai

Data

{'content': 'παραρτέομαι\n Ionic Verb\n cf. ἀρτέομαι\n Mid.:\n trans. to fit out for oneself, παραρτέετο στρατιήν was engaged in preparing his army, Hdt.\n in pass. sense, to hold oneself in readiness, Hdt.', 'key': 'pararte/omai'}