Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παράπτομαι
παράπτωμα
παράπτωσις
παραπύθια
πάραρος
παραρπάζω
παραρράπτομαι
παραρρέω
παραρρήγνυμι
παραρρητός
παραρρίπτω
παράρρυμα
παραρτάω
παραρτέομαι
παραρτύω
παρασάγγης
παρασάττω
παράσειον
παράσειρος
παρασείω
παρασημαίνομαι
View word page
παραρρίπτω
παραρρίπτω later -έω to throw beside: metaph. to run the risk of doing a thing, c. part., π. λαμβάνων Soph.: to throw aside, reject, Anth.

ShortDef

to throw beside

Debugging

Headword:
παραρρίπτω
Headword (normalized):
παραρρίπτω
Headword (normalized/stripped):
παραρριπτω
IDX:
24803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24831
Key:
pararri/ptw

Data

{'content': 'παραρρίπτω\n later -έω\n to throw beside: metaph. to run the risk of doing a thing, c. part., π. λαμβάνων Soph.: to throw aside, reject, Anth.', 'key': 'pararri/ptw'}