Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παράπρισμα
παράπτομαι
παράπτωμα
παράπτωσις
παραπύθια
πάραρος
παραρπάζω
παραρράπτομαι
παραρρέω
παραρρήγνυμι
παραρρητός
παραρρίπτω
παράρρυμα
παραρτάω
παραρτέομαι
παραρτύω
παρασάγγης
παρασάττω
παράσειον
παράσειρος
παρασείω
View word page
παραρρητός
παραρρητός παραρ-ρητός, ή, όν of persons, that may be moved by words, Il. of words, persuasive, Il.

ShortDef

that may be moved by words

Debugging

Headword:
παραρρητός
Headword (normalized):
παραρρητός
Headword (normalized/stripped):
παραρρητος
IDX:
24802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24830
Key:
pararrhto/s

Data

{'content': 'παραρρητός\n παραρ-ρητός, ή, όν\n of persons, that may be moved by words, Il.\n of words, persuasive, Il.', 'key': 'pararrhto/s'}