Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραπρεσβεία
παραπρεσβεύω
παράπρισμα
παράπτομαι
παράπτωμα
παράπτωσις
παραπύθια
πάραρος
παραρπάζω
παραρράπτομαι
παραρρέω
παραρρήγνυμι
παραρρητός
παραρρίπτω
παράρρυμα
παραρτάω
παραρτέομαι
παραρτύω
παρασάγγης
παρασάττω
παράσειον
View word page
παραρρέω
παραρρέω fut. -ρεύσομαι aor2 -ερρύην perf. act. -ερρύηκα to flow beside or past, τόπον or παρὰ τόπον Hdt.: to drift away, NTest. to slip out or off, Soph., Xen. to slip in unawares, Dem.

ShortDef

to flow beside

Debugging

Headword:
παραρρέω
Headword (normalized):
παραρρέω
Headword (normalized/stripped):
παραρρεω
IDX:
24800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24828
Key:
pararre/w

Data

{'content': 'παραρρέω\n fut. -ρεύσομαι\n aor2 -ερρύην\n perf. act. -ερρύηκα\n to flow beside or past, τόπον or παρὰ τόπον Hdt.: to drift away, NTest.\n to slip out or off, Soph., Xen.\n to slip in unawares, Dem.', 'key': 'pararre/w'}