Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραπορεύομαι
παραποτάμιος
παραπράσσω
παραπρεσβεία
παραπρεσβεύω
παράπρισμα
παράπτομαι
παράπτωμα
παράπτωσις
παραπύθια
πάραρος
παραρπάζω
παραρράπτομαι
παραρρέω
παραρρήγνυμι
παραρρητός
παραρρίπτω
παράρρυμα
παραρτάω
παραρτέομαι
παραρτύω
View word page
πάραρος
πάραρος πάρᾱρος, ον, Doric for παρήορος III, Theocr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πάραρος
Headword (normalized):
πάραρος
Headword (normalized/stripped):
παραρος
IDX:
24797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24825
Key:
pa/raros

Data

{'content': 'πάραρος\n πάρᾱρος, ον,\n Doric for παρήορος III, Theocr.', 'key': 'pa/raros'}