Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραπόντιος
παραπορεύομαι
παραποτάμιος
παραπράσσω
παραπρεσβεία
παραπρεσβεύω
παράπρισμα
παράπτομαι
παράπτωμα
παράπτωσις
παραπύθια
πάραρος
παραρπάζω
παραρράπτομαι
παραρρέω
παραρρήγνυμι
παραρρητός
παραρρίπτω
παράρρυμα
παραρτάω
παραρτέομαι
View word page
παραπύθια
παραπύθια παρα-πύθια, ων, τά, Comic word, a sickness which prevented one from being victor at the Πύθια, Anth.
ShortDef
a sickness which prevented one from being victor at the Πύθια
Debugging
Headword:
παραπύθια
Headword (normalized):
παραπύθια
Headword (normalized/stripped):
παραπυθια
IDX:
24796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24824
Key:
parapu/qia
Data
{'content': 'παραπύθια\n παρα-πύθια, ων, τά,\n Comic word, a sickness which prevented one from being victor at the Πύθια, Anth.', 'key': 'parapu/qia'}