Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραπομπή
παραπομπός
παραπόντιος
παραπορεύομαι
παραποτάμιος
παραπράσσω
παραπρεσβεία
παραπρεσβεύω
παράπρισμα
παράπτομαι
παράπτωμα
παράπτωσις
παραπύθια
πάραρος
παραρπάζω
παραρράπτομαι
παραρρέω
παραρρήγνυμι
παραρρητός
παραρρίπτω
παράρρυμα
View word page
παράπτωμα
παράπτωμα παρά-πτωμα, ατος, τό, παραπίπτω a false step, a transgression, trespass, NTest.

ShortDef

a false step, a transgression, trespass

Debugging

Headword:
παράπτωμα
Headword (normalized):
παράπτωμα
Headword (normalized/stripped):
παραπτωμα
IDX:
24794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24822
Key:
para/ptwma

Data

{'content': 'παράπτωμα\n παρά-πτωμα, ατος, τό,\n παραπίπτω\n a false step, a transgression, trespass, NTest.', 'key': 'para/ptwma'}