Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραποδίζω
παραπόδιος
παραποιέω
παραπολαύω
παραπόλλυμι
παραπομπή
παραπομπός
παραπόντιος
παραπορεύομαι
παραποτάμιος
παραπράσσω
παραπρεσβεία
παραπρεσβεύω
παράπρισμα
παράπτομαι
παράπτωμα
παράπτωσις
παραπύθια
πάραρος
παραρπάζω
παραρράπτομαι
View word page
παραπράσσω
παραπράσσω Attic -ττω Ionic -πρήσσω fut. ξω to do a thing beside or beyond the main purpose, Hdt. to help in doing, Soph.

ShortDef

to do beside or beyond; unjustly; to assist

Debugging

Headword:
παραπράσσω
Headword (normalized):
παραπράσσω
Headword (normalized/stripped):
παραπρασσω
IDX:
24789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24817
Key:
parapra/ssw

Data

{'content': 'παραπράσσω\n Attic -ττω\n Ionic -πρήσσω\n fut. ξω\n to do a thing beside or beyond the main purpose, Hdt.\n to help in doing, Soph.', 'key': 'parapra/ssw'}