Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παράπλοος
παραπνέω
παραποδίζω
παραπόδιος
παραποιέω
παραπολαύω
παραπόλλυμι
παραπομπή
παραπομπός
παραπόντιος
παραπορεύομαι
παραποτάμιος
παραπράσσω
παραπρεσβεία
παραπρεσβεύω
παράπρισμα
παράπτομαι
παράπτωμα
παράπτωσις
παραπύθια
πάραρος
View word page
παραπορεύομαι
παραπορεύομαι Dep., with fut. mid. and aor1 pass., to go beside or alongside, Polyb. to go past, c. acc. loci, Polyb.: to pass, διὰ τῶν σπορίμων NTest.

ShortDef

to go beside

Debugging

Headword:
παραπορεύομαι
Headword (normalized):
παραπορεύομαι
Headword (normalized/stripped):
παραπορευομαι
IDX:
24787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24815
Key:
paraporeu/omai

Data

{'content': 'παραπορεύομαι\n Dep., with fut. mid. and aor1 pass.,\n to go beside or alongside, Polyb.\n to go past, c. acc. loci, Polyb.: to pass, διὰ τῶν σπορίμων NTest.', 'key': 'paraporeu/omai'}