Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραπλήσιος
παραπλήσσω
παράπλοος
παραπνέω
παραποδίζω
παραπόδιος
παραποιέω
παραπολαύω
παραπόλλυμι
παραπομπή
παραπομπός
παραπόντιος
παραπορεύομαι
παραποτάμιος
παραπράσσω
παραπρεσβεία
παραπρεσβεύω
παράπρισμα
παράπτομαι
παράπτωμα
παράπτωσις
View word page
παραπομπός
παραπομπός παραπομπός, όν παραπέμπω escorting, Polyb.
ShortDef
escorting
Debugging
Headword:
παραπομπός
Headword (normalized):
παραπομπός
Headword (normalized/stripped):
παραπομπος
IDX:
24785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24813
Key:
parapompo/s
Data
{'content': 'παραπομπός\n παραπομπός, όν\n παραπέμπω\n escorting, Polyb.', 'key': 'parapompo/s'}