Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παράπληκτος
παραπλήξ
παραπλησιάζω
παραπλήσιος
παραπλήσσω
παράπλοος
παραπνέω
παραποδίζω
παραπόδιος
παραποιέω
παραπολαύω
παραπόλλυμι
παραπομπή
παραπομπός
παραπόντιος
παραπορεύομαι
παραποτάμιος
παραπράσσω
παραπρεσβεία
παραπρεσβεύω
παράπρισμα
View word page
παραπολαύω
παραπολαύω to have the benefit of besides, τινός Luc.
ShortDef
to have the benefit of besides
Debugging
Headword:
παραπολαύω
Headword (normalized):
παραπολαύω
Headword (normalized/stripped):
παραπολαυω
IDX:
24782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24810
Key:
parapolau/w
Data
{'content': 'παραπολαύω\n to have the benefit of besides, τινός Luc.', 'key': 'parapolau/w'}