Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραπλέω
παράπληκτος
παραπλήξ
παραπλησιάζω
παραπλήσιος
παραπλήσσω
παράπλοος
παραπνέω
παραποδίζω
παραπόδιος
παραποιέω
παραπολαύω
παραπόλλυμι
παραπομπή
παραπομπός
παραπόντιος
παραπορεύομαι
παραποτάμιος
παραπράσσω
παραπρεσβεία
παραπρεσβεύω
View word page
παραποιέω
παραποιέω fut. ήσω to make falsely: Mid., παραποιησάμενος σφραγῖδα having got a false seal made, Thuc. to alter slightly, Arist.

ShortDef

to make falsely

Debugging

Headword:
παραποιέω
Headword (normalized):
παραποιέω
Headword (normalized/stripped):
παραποιεω
IDX:
24781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24809
Key:
parapoie/w

Data

{'content': 'παραποιέω\n fut. ήσω\n to make falsely: Mid., παραποιησάμενος σφραγῖδα having got a false seal made, Thuc.\n to alter slightly, Arist.', 'key': 'parapoie/w'}