Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραπλευρίδια
παραπλευστέος
παραπλέω
παράπληκτος
παραπλήξ
παραπλησιάζω
παραπλήσιος
παραπλήσσω
παράπλοος
παραπνέω
παραποδίζω
παραπόδιος
παραποιέω
παραπολαύω
παραπόλλυμι
παραπομπή
παραπομπός
παραπόντιος
παραπορεύομαι
παραποτάμιος
παραπράσσω
View word page
παραποδίζω
παραποδίζω fut. Attic ιῶ to entangle the feet; generally, to impede, Polyb.:—Pass. to be ensnared, Plat.
ShortDef
to entangle the feet
Debugging
Headword:
παραποδίζω
Headword (normalized):
παραποδίζω
Headword (normalized/stripped):
παραποδιζω
IDX:
24779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24807
Key:
parapodi/zw
Data
{'content': 'παραποδίζω\n fut. Attic ιῶ\n to entangle the feet; generally, to impede, Polyb.:—Pass. to be ensnared, Plat.', 'key': 'parapodi/zw'}