Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραπλέκω
παραπλευρίδια
παραπλευστέος
παραπλέω
παράπληκτος
παραπλήξ
παραπλησιάζω
παραπλήσιος
παραπλήσσω
παράπλοος
παραπνέω
παραποδίζω
παραπόδιος
παραποιέω
παραπολαύω
παραπόλλυμι
παραπομπή
παραπομπός
παραπόντιος
παραπορεύομαι
παραποτάμιος
View word page
παραπνέω
παραπνέω fut. -πνεύσομαι aor1 παρ-έπνευσα to blow by the side, to escape by a sideway, of the winds confined by Aeolus, Od.

ShortDef

to blow by the side, to escape by a sideway

Debugging

Headword:
παραπνέω
Headword (normalized):
παραπνέω
Headword (normalized/stripped):
παραπνεω
IDX:
24778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24806
Key:
parapne/w

Data

{'content': 'παραπνέω\n fut. -πνεύσομαι\n aor1 παρ-έπνευσα\n to blow by the side, to escape by a sideway, of the winds confined by Aeolus, Od.', 'key': 'parapne/w'}