Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παράπλειος
παραπλέκω
παραπλευρίδια
παραπλευστέος
παραπλέω
παράπληκτος
παραπλήξ
παραπλησιάζω
παραπλήσιος
παραπλήσσω
παράπλοος
παραπνέω
παραποδίζω
παραπόδιος
παραποιέω
παραπολαύω
παραπόλλυμι
παραπομπή
παραπομπός
παραπόντιος
παραπορεύομαι
View word page
παράπλοος
παράπλοος a sailing beside, a coasting voyage, τῆς Ἰταλίας towards Italy, Thuc. a point sailed by or doubled, Strab.
ShortDef
a sailing beside, a coasting voyage
Debugging
Headword:
παράπλοος
Headword (normalized):
παράπλοος
Headword (normalized/stripped):
παραπλοος
IDX:
24777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24805
Key:
para/ploos
Data
{'content': 'παράπλοος\n a sailing beside, a coasting voyage, τῆς Ἰταλίας towards Italy, Thuc.\n a point sailed by or doubled, Strab.', 'key': 'para/ploos'}