Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραπλάζω
παράπλειος
παραπλέκω
παραπλευρίδια
παραπλευστέος
παραπλέω
παράπληκτος
παραπλήξ
παραπλησιάζω
παραπλήσιος
παραπλήσσω
παράπλοος
παραπνέω
παραποδίζω
παραπόδιος
παραποιέω
παραπολαύω
παραπόλλυμι
παραπομπή
παραπομπός
παραπόντιος
View word page
παραπλήσσω
παραπλήσσω Attic -ττω fut. ξω to strike at the side: — Pass. to be stricken on one side: to be deranged, frantic, γέλως παραπεπληγμένος Eur.
ShortDef
to strike at the side
Debugging
Headword:
παραπλήσσω
Headword (normalized):
παραπλήσσω
Headword (normalized/stripped):
παραπλησσω
IDX:
24776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24804
Key:
paraplh/ssw
Data
{'content': 'παραπλήσσω\n Attic -ττω\n fut. ξω\n to strike at the side: — Pass. to be stricken on one side: to be deranged, frantic, γέλως παραπεπληγμένος Eur.', 'key': 'paraplh/ssw'}