παραπλήσιος
παραπλήσιος
παρα-πλήσιος, α, ον
coming near, nearly resembling, such-like, τοιαῦτα καὶ παραπλήσια such and such-like, Thuc.; ναυσὶ παραπλησίαις τὸν ἀριθμόν with ships nearly equal in number, Thuc.:—with dat., παραπλήσιοι ἀλλήλοις about equal, Hdt.; ὅμοια ἢ π. τούτοις Dem.
foll. by a relat., παρ. ὡς . . , Dem.; π. ὥσπερ ἂν εἰ . . , Isocr.:—Neut. παραπλήσια as adv., π. ὡς εἰ . . , perinde ac si . . , Hdt.; so adv. -ίως, Plat.; παραπλησίως ἀγωνίζεσθαι, Lat. aequo Marte contendere, Hdt.